- λευκοκυμων
- λευκοκύμωνλευκο-κύμων2, gen. ονος (ῡ) заливаемый пенящимися волнами (бурунами)
(ᾐόνες Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ᾐόνες Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λευκοκύμων — λευκοκύμων, ον (Α) (για τη θάλασσα) λευκός από τον αφρό τών κυμάτων («λευκοκύμοσιν... ᾐόσιν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + κύμων < κῦμα), πρβλ. πολυ κύμων] … Dictionary of Greek
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκοκύμοσι — λεῡκοκύμοσι , λευκοκύμων white with waves dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοκύμοσιν — λεῡκοκύμοσιν , λευκοκύμων white with waves dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)